- Αἴγης
- Αἴγηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰγῆς — Αἰγεύς masc nom pl Αἰγεύς masc nom/voc pl Αἰγίς goatskin fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγίπαν — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αίγης, συζύγου του Πάνα, που ήταν τραγοπόδαρος, όπως ο Παν. Μαζί με τον Ερμή, ο Α. είχε κλέψει και ξαναδώσει στον Δία τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του, που του τα είχε αφαιρέσει και κρύψει στο… … Dictionary of Greek